- ψύδραξ
- -ακος, ὁ, ΜΑφυσαλλίδα στο δέρμααρχ.εξάνθημα στο στόμα, άφθα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύδ-ρ-αξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη ρίζα *bhes- «φυσώ, φουσκώνω» (βλ. λ. ψεύδομαι) και έχει σχηματιστεί με υγρό ένθημα -ρ- (πρβλ. ψυδ-ρός) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].
Dictionary of Greek. 2013.