ψύδραξ

ψύδραξ
-ακος, ὁ, ΜΑ
φυσαλλίδα στο δέρμα
αρχ.
εξάνθημα στο στόμα, άφθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύδ-ρ-αξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη ρίζα *bhes- «φυσώ, φουσκώνω» (βλ. λ. ψεύδομαι) και έχει σχηματιστεί με υγρό ένθημα -ρ- (πρβλ. ψυδ-ρός) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψύδραξ — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυδράκων — ψύδραξ fem gen pl ψυδρακόω form into blisters imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ψυδρακόω form into blisters imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύδρακας — ψύδραξ fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύδρακες — ψύδραξ fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψύδρακος — ψύδραξ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυδράκιον — τὸ, ΜΑ [ψύδραξ, ακος] λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα αρχ. 1. φλύκταινα στο σώμα 2. χαλάζιο, κριθαράκι τού ματιού …   Dictionary of Greek

  • ψυδρακώ — όω, Α [ψύδραξ, ακος] γεμίζω εξανθήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”